- φιννικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φίννους2. φρ. «φιννική γλώσσα» ή, απλώς, «Φιννική»γλωσσ. η μία από τις δύο επίσημες γλώσσες τής Φινλανδίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < Φίννοι. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Π. Καρολίδη].
Dictionary of Greek. 2013.